Λέξη: επιληπτικός
Σχετικές λέξεις: επιληπτικός
επιληπτικός σκύλος
Συνώνυμα: επιληπτικός
σεληνιακός, αλαφροΐσκιωτος, φρενοπαθής
Μεταφράσεις: επιληπτικός
επιληπτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
epileptic, moonstruck, an epileptic, epilepsy, are an epileptic
επιληπτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
epiléptico, epiléptica, epilepsia, epilépticos, de epilepsia
επιληπτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
epileptiker, Epileptiker, epileptisch, epileptischen, epileptische, epileptischer
επιληπτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épileptique, épilepsie, d'épilepsie, épileptiques
επιληπτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
epilettico, epilettica, epilettici, epilessia, epilettiche
επιληπτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
epiléptico, epiléptica, epileptic, epilético, epilepsia
επιληπτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
epileptisch, epilepticus, epileptische, epilepsie, epileptica
επιληπτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эпилепсия, эпилептический, эпилептик, эпилептические, эпилептического, эпилептиком
επιληπτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
epileptisk, epileptiske, epilepsi, epileptiker, epileptic
επιληπτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
epileptisk, epileptiska, epileptiskt, epileptiker, epilepsi
επιληπτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epileptinen, epileptisiä, epileptisen, epileptiset, epileptisten
επιληπτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
epileptiske, epileptisk, epilepsi, epileptiker, epileptiform
επιληπτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
epileptik, epileptický, epileptické, epilepsii, epileptická
επιληπτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
epileptyczny, padaczkowy, epileptyk, padaczkowe, epileptykiem
επιληπτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
epileptikus, epilepsziás, epilepszia, az epilepsziás
επιληπτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
epileptik, epilepsi, epilepsili, sara
επιληπτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
епілептичний, епілептичне
επιληπτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
epileptik, epileptike, epileptikë, epileptik që
επιληπτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
епилептичен, епилептик, епилепсия, епилептични, епилептично
επιληπτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эпілептычны, эпілептычнага
επιληπτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
epileptik, langetõbine, epileptiline, epileptilised, epileptilise, epileptiliste, epileptilisi
επιληπτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
epileptički, epileptičar, epileptičkog, mjesečar, epileptičke
επιληπτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flogaveiki, flogaveikilyfjum, með flogaveikilyfjum
επιληπτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
epilepsijos, epilepsija, epileptikas
επιληπτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
epileptiķis, epileptisks, epilepsijas, epileptisku, epileptiski
επιληπτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
епилептични, епилептичен, епилептички, епилептичните, од епилептични
επιληπτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
epileptic, epileptice, epilepsie, de epilepsie, epileptică
επιληπτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
epileptik, epileptični, epilepsijo, epilepsiji, epileptiformni
επιληπτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
epileptik, epileptický, epileptické, záchvat, epileptického
Τυχαίες λέξεις