Õigustatud στα ελληνικά

Μετάφραση: õigustatud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλις, δίκαιος, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο
Õigustatud στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ihkama στα ελληνικά - εποφθαλμιώ, εκλιπαρώ, ποθούν, ποθείτε, λαχταρούν, αγωνιούν
  • kibestumus στα ελληνικά - πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα
  • luks στα ελληνικά - lux, πολυτελείς σουίτες, σουίτες, Ιυχ, πολυτελείς
Τυχαίες λέξεις
Õigustatud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλις, δίκαιος, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο