Λέξη: σοκολάτα
Σχετικές λέξεις: σοκολάτα
σοκολάτα βιενουά, σοκολάτα 56, σοκολάτα θερμίδες, σοκολάτα λακτα, σοκολάτα ρόφημα, σοκολάτα γάλακτος, σοκολάτα υγείας, σοκολάτα ιον, σοκολάτα υγείας παυλίδη, σοκολάτα ονειροκριτης, τούρτα σοκολάτα, κέικ σοκολάτα, παγωτό σοκολάτα, κεικ σοκολάτα
Μεταφράσεις: σοκολάτα
σοκολάτα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chocolate, of chocolate
σοκολάτα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cacao, chocolate, de chocolate, el chocolate, del chocolate, chocolate de
σοκολάτα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schokolade, Schokolade, Schokoladen, chocolate, Schoko
σοκολάτα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chocolat, le chocolat, du chocolat, de chocolat, au chocolat
σοκολάτα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cioccolatino, cioccolata, cioccolato, di cioccolato, al cioccolato, il cioccolato
σοκολάτα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chocolate, de chocolate, do chocolate, o chocolate, chocolates
σοκολάτα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
chocolade, chocola, chocolate, chocolademelk, chocolade-
σοκολάτα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шоколад, конфета, драже, шоколада, шоколадный, шоколадные, шоколадное
σοκολάτα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjokolade, sjokoladebrun, chocolate, sjokoladen
σοκολάτα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
choklad, chocolate, chokladen
σοκολάτα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suklaa, suklaata, suklaan, chocolate, suklaasta
σοκολάτα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chokolade, chocolade, chocolate, chokoladen
σοκολάτα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čokoládový, čokoláda, čokolády, čokoládových, čokoládové
σοκολάτα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czekoladka, ewentualność, czekolada, czekoladowy, czekolady, czekoladowe, chocolate
σοκολάτα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csokoládé, csokoládét, csokoládéval, csoki, csokoládés
σοκολάτα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çikolata, çikolatalı, chocolate
σοκολάτα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шоколад, цукерка, шоколадний
σοκολάτα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çokolatë, çokollatë, çokollata, me çokollatë, çokollatë të, çokollatë e
σοκολάτα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шоколад, шоколадов, шоколадови, шоколадова, шоколада
σοκολάτα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шакалад, шоколад
σοκολάτα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
šokolaad, šokolaadi, chocolate, šokolaadiga, šokolaadist
σοκολάτα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čokolada, čokoladni, čokolade, čokoladna, čokoladu
σοκολάτα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
súkkulaði, súkkulaðið
σοκολάτα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šokoladas, šokolado, Chocolate, Šokoladinis, šokoladą
σοκολάτα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šokolāde, šokolādes, šokolādi, chocolate, šokolādes konfektes
σοκολάτα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чоколадо, чоколада, чоколадата, чоколадото, чоколадна
σοκολάτα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ciocolată, ciocolata, de ciocolată, de ciocolata, ciocolatei
σοκολάτα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čokoláda, čokolada, chocolate, čokolade, čokolado, čokoladni
σοκολάτα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čokoládový, čokoláda, chocolate, čokolády
Στατιστικά δημοτικότητας: σοκολάτα
Τυχαίες λέξεις