Λέξη: λέξη
Σχετικές λέξεις: λέξη
λέξη λόγος, λέξη κλειδί, λέξη και σκέψη, λέξη λέξη είσαι εδώ, λέξη περιοδικό, λέξη από ζν, λέξη στο πλαίσιο, λέξη προς λέξη, λέξη με 4 συνεχόμενα σύμφωνα, λέξη της ημέρας, βρες τη λέξη
Συνώνυμα: λέξη
λόγος, είδηση
Μεταφράσεις: λέξη
λέξη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
word, s, Keyword, The word, words
λέξη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
palabra, vocablo, la palabra, palabras, palabra de, término
λέξη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachrichten, kennwort, datenwort, bibel, wort, diskussion, vokabel, formulieren, Wort, Wortes
λέξη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bruit, formuler, commandement, terme, actualités, mot, foi, consigne, parole, ordre, information, discussion, bible, nouvelles, verbe, nouvelle, mots, le mot
λέξη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
motto, termine, parola, vocabolo, parole, word, parola di
λέξη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
palavra, lãs, lã, palavras, termo, palavra de, texto
λέξη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewoording, bespreking, discussie, nieuws, woord, woorden, Het woord, word
λέξη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сообщение, обсуждение, слово, формулировать, сформулировать, дискуссия, слова, словом, слов
λέξη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ord, ordet
λέξη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ord, ordet, uttrycka, orden
λέξη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sana, sanan, sanaa, sanasta, sanalla
λέξη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ord, ordet, word, udtrykket
λέξη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slib, slovo, heslo, informace, zpráva, rozkaz, slovní, slova, slovem
λέξη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
twierdzenie, rozkaz, wyraz, wiadomość, słówko, wysławiać, wysłowić, słowo, słowotwórstwo, słowa, słowem, word
λέξη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szó, szót, szóval, szóra
λέξη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sözcük, laf, haber, söz, kelime, parola, görüşme, kelimesinin, kelimesi, sözcüğü
λέξη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кураре, слово, слова
λέξη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bibla, fjalë, fjala, fjalën, fjala e, fjalë e
λέξη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слово, дума, разискване, думата, думи
λέξη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слова, слово
λέξη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõna, sõnaga, sõnast
λέξη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kod, izreka, reći, izraz, geslo, riječ, riječi, teksta
λέξη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
orð, orðið, orðanna, orð sem, orði
λέξη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vox, dictum, verbum
λέξη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naujiena, žodis, slaptažodis, diskusija, žodinis, žodį, žodžio, raktažodį
λέξη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parole, diskusija, vārds, ziņas, apspriešana, pārrunas, vārdu, vārdiska, vārda, vārdiskas
λέξη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
збор, зборот, зборови, слово, словото
λέξη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parolă, cuvânt, discuţie, noutate, cuvântul, cuvant, cuvantul, cuvînt
λέξη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slovo, beseda, besedo, besedna, besede, besedne
λέξη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slovo, slová, slova