Ainumüügiõigus στα ελληνικά

Μετάφραση: ainumüügiõigus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνόμιο, αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
Ainumüügiõigus στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ainulaadsus στα ελληνικά - Η, Το, ο, την, τη
  • ainult στα ελληνικά - απλός, αποκλειστικά, μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
  • ainus στα ελληνικά - πέλμα, γλώσσα, μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
  • ainuvalitsejalik στα ελληνικά - απολυταρχικός, μονάρχης, Monarch, μονάρχη, της Monarch, την Monarch
Τυχαίες λέξεις
Ainumüügiõigus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνόμιο, αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα