Λέξη: έλεος

Σχετικές λέξεις: έλεος

έλεος πια, έλεος δίνουν στην μενεγάκη 25.000 ευρώ για ν ́ανάψει, έλεος τι φοράς κοπέλα μου, έλεος και φόβος, έλεοσ πως βγήκε έτσι στην παραλία, έλεοσ δεν έχει τούτο το φεγγάρι, έλεοσ θέλω και όχι θυσία, έλεος ετυμολογία, έλεοσ ρε ρονάλντο δείτε τι δήλωσε ο άνθρωποσ, έλεος o έλληνας ηθοποιός ο....σύντροφός του και οι ζουζουνιές δημόσια

Συνώνυμα: έλεος

κρίμα, οίκτος, ευσπλαχνία, συνοικία, τέταρτο, τριμηνία, στρατώνας, κατάλυμα

Μεταφράσεις: έλεος

έλεος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mercy, pity, the mercy, mercy of, the mercy of

έλεος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clemencia, misericordia, conmiseración, la misericordia, merced, piedad, compasión

έλεος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gnade, barmherzigkeit, mitleid, Barmherzigkeit, Gnade, Erbarmen, ausgeliefert, Gnaden

έλεος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grâce, merci, aman, miséricorde, faveur, apitoiement, pitié, la miséricorde

έλεος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grazia, pietà, misericordia, la misericordia, mercé, balia

έλεος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
misericórdia, clemência, mercê, piedade, a misericórdia

έλεος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
genade, barmhartigheid, goedertierenheid, verzoendeksel, genadig

έλεος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пощада, удача, счастье, прощение, помилование, сострадание, милосердие, милость, милости, милосердия, пощады

έλεος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nåde, barmhjertighet, miskunn, miskunnhet

έλεος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nåd, barmhärtighet, förskoning, händerna, förbarma

έλεος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
armo, armoa, armonsa, armoilla, laupeuden

έλεος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
barmhjertighed, nåde, Miskundhed, prisgivet, Naade

έλεος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soucit, slitování, smilování, milost, laskavost, milosrdenství, milosti

έλεος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
litość, miłosierdzie, zmiłowanie, łaska, litości, miłosierdzia

έλεος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
könyörületesség, kegyelem, irgalom, kegyelmet, irgalmasságot, könyörülj

έλεος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
merhamet, rahmet, mercy, merhameti, rahmeti

έλεος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ртуть, вісник, вістун, милість, милосердя, ласку, милость, ласка

έλεος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëshirë, mirësia, mirësia e, mëshira, mëshira e

έλεος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
милост, милостта, смили, милосърдие

έλεος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міласць, ласку, міласьць, ласка, літасьць

έλεος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
halastus, arm, halastust, armu, halastuse

έλεος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oproštaj, uspjeh, sažaljenje, milost, milosrđe, milosti, milosrđa, dobrota

έλεος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vægð, náð, miskunn, að miskunn, miskunnsemina, miskunnsemin, miskunnsemi

έλεος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gailestingumas, gailestingumą, gailestingumo, malonės, malonė

έλεος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žēlsirdība, žēlastība, žēlastību, žēlastības, žēlsirdību

έλεος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
милост, милост и немилост, милоста, помилуј, милосрдие

έλεος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
milă, mila, îndurare, îndurarea, milei

έλεος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
milost, usmiljenje, mercy, usmiljenja, milosti

έλεος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súcit, súcitu, sústrasť

Στατιστικά δημοτικότητας: έλεος

Τυχαίες λέξεις