Λέξη: έλκος
Σχετικές λέξεις: έλκος
έλκος δωδεκαδακτύλου, έλκος διατροφή, έλκος στο στομάχι, έλκος συμπτώματα, έλκος στομάχου αντιμετώπιση, έλκος δωδεκαδακτύλου με στένωση, έλκος στομάχου αιτίες, έλκος οισοφάγου, έλκος στομάχου, έλκος ματιού
Συνώνυμα: έλκος
πληγή, ποινών, ανοικτή πληγή
Μεταφράσεις: έλκος
έλκος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ulcer, sore, ulcers, ulceration, ulcer disease
έλκος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llaga, úlcera, la úlcera, úlceras, úlcera de, de úlcera
έλκος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschwür, Geschwür, Ulkus, Ulcus, Geschwüren
έλκος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abcès, ulcère, l'ulcère, ulcère de, ulcères, l'ulcère de
έλκος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ulcera, dell'ulcera, un'ulcera, ulcere da, l'ulcera
έλκος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
úlcera, úlceras, úlcera de, da úlcera, de úlcera
έλκος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zweer, maagzweer, ulcus, zweren, ulcera
έλκος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
язва, гнойник, изъязвление, язвы, кишки, язву, язвенная болезнь
έλκος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sår, ulcer, magesår, ulcus, såret
έλκος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
böld, sår, magsår, ulcus, ulcer, tarmen
έλκος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vatsahaava, mahahaava, paise, haavautuma, mätähaava, haavauma, haava, haavaumat, haavauman, pohjukaissuolihaavan
έλκος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mavesår, ulcus, sår, såret, ulcer
έλκος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vřed, nežit, vředy, vředu, vředů, vředová
έλκος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wrzód, owrzodzenie, wrzodu, owrzodzenia, wrzodowa
έλκος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tályog, fekély, gyomorfekély, fekélyt, fekélyek, a fekély
έλκος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ülser, çıban, ülseri, ülserli, ülserin, ülsere
έλκος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виразка, язва, зараза, болячка, виразки
έλκος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ulçerë, Ulçera, ulcera, Ulçera në, ulcerë
έλκος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
язва, язва на, язви, язвена
έλκος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
язва, струпля, пошасьць
έλκος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vähk, kasvaja, haavand, haavandi, haavandite, haavandid, haavandit
έλκος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čir, ulkus, ulkusa, čira, ulcer
έλκος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sár, sár á, sár í, magasár, skeifugarnarsár
έλκος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ulcus
έλκος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
opa, opos, opą, opų
έλκος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čūla, čūlas, čūlu
έλκος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чир, улкус, улцер, чирот, чир на
έλκος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ulcer, ulcerului, ulcerul, de ulcer, ulcer de
έλκος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razjeda, ulkus, razjede, ulkusa, razjeda na
έλκος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vred, vredy, vredu
Στατιστικά δημοτικότητας: έλκος
Τυχαίες λέξεις