Ajal στα ελληνικά

Μετάφραση: ajal, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, στο, κατά, στη, στην
Ajal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ajakirjandus στα ελληνικά - δημοσιογραφία, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
  • ajakirjanik στα ελληνικά - δημοσιογράφος, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο, ο δημοσιογράφος
  • ajalehekiosk στα ελληνικά - περίπτερο εφημερίδων, περίπτερο με εφημερίδες, περίπτερο, περίπτερο με εφημερίδες Συνολικός, περίπτερο τύπου
  • ajalehepaber στα ελληνικά - εφημερίδα, δημοσιογραφικό χαρτί, δημοσιογραφικού χαρτιού, χαρτιού εφημερίδων, δημοσιογραφικού χάρτου, χαρτί εφημερίδων
Τυχαίες λέξεις
Ajal στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, στο, κατά, στη, στην