Λέξη: έμπιστος

Σχετικές λέξεις: έμπιστος

έμπιστος συνόνυμα, έμπιστος αντίθετο

Συνώνυμα: έμπιστος

αξιόπιστος, πιστός, ξηγημένος, πολύ στενός, οικείος, ενδόμυχος, αξιόχρεος, υπεύθυνος, βάσιμος, φερέγγυος

Μεταφράσεις: έμπιστος

έμπιστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confidant, trusted, trusty, trustworthy, reliable, faithful

έμπιστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confidente, fiel, leal, confianza, de confianza, confiable

έμπιστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gedrängt, getraut, vertraute, zuverlässig, treu, treuen, trusty, treuer

έμπιστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confident, affidée, loyal, sûr, fidèle, de confiance

έμπιστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fidato, fedele, fidata, trusty, affidabile

έμπιστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fiel, confiável, trusty, confiança, de confiança

έμπιστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betrouwbaar, trouwe, vertrouwde, betrouwbare, trusty

έμπιστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наперсник, поверенный, надежный, верный, испытанный, надежный на, верного

έμπιστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trofaste, tillitsverdig, pålitelig, trofast, vanntett

έμπιστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trovärdig, pålitliga, trogna, trusty, pålitlig

έμπιστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskottu, luotettava, uskollinen, trusty, luotettu alainen, luottovanki

έμπιστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trofaste, fuldgod, troværdig, trofast, betroede

έμπιστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důvěrník, spolehlivý, věrný, trusty, věrným, důvěryhodný

έμπιστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powiernik, zausznik, wierny, trusty, sprawdzony, zaufany, można zaufać

έμπιστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizalmas, kebelbarát, megbízható, hűséges, becsületes, -ban megbízható, hű

έμπιστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güvenilir, sadık, trusty, güvenilir kimse

έμπιστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
довірений, надійний, надійне, найнадійніший, надійніший, надійна

έμπιστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i sigurt, sigurt, besueshëm, i besueshëm, i besuar

έμπιστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сигурен, заслужаващ доверие, надежден, любимата, верния

έμπιστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
надзейны, надзейную, надзейная

έμπιστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
usaldusmees, ustav, usaldusväärne, truu, trusty, usaldatav

έμπιστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povjerenik, opunomoćenik, pouzdan, vjeran, vjerni, vjerodostojna, pouzdana

έμπιστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traustur, vopni

έμπιστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patikimas, Patikima, ištikimas, trusty, patikimas asmuo

έμπιστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drošs, uzticamais, uzticamo, uzticības, uzticama lietošanā

έμπιστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сигурен, на сигурен

έμπιστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
credincios, încredere, de încredere, incredere, de incredere

έμπιστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaupljiv, zanesljiv, zvesti, Veren, zvestemu

έμπιστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
verný, pravdivý
Τυχαίες λέξεις