Amet στα ελληνικά

Μετάφραση: amet, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχή, δουλειά, κατάληψη, επάγγελμα, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Amet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambur στα ελληνικά - τοξότης, Archer, τοξότη, τοξότη για, η Archer
  • amelema στα ελληνικά - τρυφερολογώ, παίζω, χασομερώ, dally, ημερήσιες
  • ametihüve στα ελληνικά - Επίσημη, Επίσημα, επίσημες, την επίσημη, επίσημο
  • ametiisik στα ελληνικά - αξιωματικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Τυχαίες λέξεις
Amet στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχή, δουλειά, κατάληψη, επάγγελμα, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο