Λέξη: αεροπειρατεία
Σχετικές λέξεις: αεροπειρατεία
αεροπειρατεία μαλαισια, αεροπειρατεία 1948, αεροπειρατεία βητα πεις, αεροπειρατεία ταινια, αεροπειρατεία βιντεο, αεροπειρατεία τι ειναι, αεροπειρατεία wiki, αεροπειρατεία lufthansa, αεροπειρατεία 2014, αεροπειρατεία movie
Μεταφράσεις: αεροπειρατεία
αεροπειρατεία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hijack, hijacking, hijacked, unlawful seizure of aircraft, hijacking of
αεροπειρατεία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
secuestrar, raptar, secuestro, secuestro de, el secuestro, secuestros, de secuestro
αεροπειρατεία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Entführung, Hijacking, Entführungen, Flugzeugentführung
αεροπειρατεία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
emporter, rapt, détournement, ravir, otage, détournements, le détournement, détournement de
αεροπειρατεία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rapire, dirottamento, hijacking, sequestro, dirottamenti, dirottamento di
αεροπειρατεία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hijacking, seqüestro, sequestro, seqüestro de, desvio
αεροπειρατεία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kaping, kapen, hijacking, kapingen, het kapen
αεροπειρατεία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ограбить, угон самолета, налет, угон, захват, угона
αεροπειρατεία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapring, kapre, kapringen, flykapring
αεροπειρατεία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapning, kapningen, flygplanskapning, kapning av
αεροπειρατεία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaappaus, kaappauksesta, kaappauksen, kaappaaminen, kaappauksen tai
αεροπειρατεία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapring, flykapring, hijacking, kapringen, kapring af
αεροπειρατεία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
unést, únos, únosu, únosy, Napadení, hijacking
αεροπειρατεία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
porwanie, porwać, porywać, uprowadzenie, porwania, porywaniem, hijacking
αεροπειρατεία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
útonállás, eltérítés, eltérítése
αεροπειρατεία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uçak kaçırma, gasp, kaçırma, ele geçirme, korsan
αεροπειρατεία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уганяти, викрадення літака
αεροπειρατεία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrëmbimi, rrëmbimin, rrëmbimi i, grabitja
αεροπειρατεία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограбиха, отвличане, отвличания, отклоняване, присвояване, отвличане на самолет
αεροπειρατεία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згон, крадзеж, угон, выкраданне, ўгон
αεροπειρατεία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaaperdama, ärandamine, kaaperdamine, kaaperdamise, sõiduki kaaperdamine, sõiduki kaaperdamine või
αεροπειρατεία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otmica, otmice, krađa, Otimanje, kidnapovanje
αεροπειρατεία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræna, innrásar
αεροπειρατεία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vogimą, užgrobimo, užgrobimas, pagrobimas, užgrobimas tikrąja šio
αεροπειρατεία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nolaupīšana, nolaupīšanu
αεροπειρατεία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
киднапирање, киднапирањето, за киднапирање, киднапирања
αεροπειρατεία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deturnarea, deturnări, hijacking, deturnările, deturnărilor
αεροπειρατεία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unést, ugrabitev, ugrabitve, ugrabitvami, ugrabi, ugrabitvami ter
αεροπειρατεία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únos, nezákonné ovládnutie, únosu, únosy
Τυχαίες λέξεις