Asüül στα ελληνικά
Μετάφραση: asüül, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυλία, άσυλο, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asümmeetriline στα ελληνικά - ασύμμετρος, ασύμμετρη, ασύμμετρο, ασύμμετρες, ασύμμετρης, ασύμμετρα
- asünkroonne στα ελληνικά - ασύγχρονος, ασύγχρονη, ασύγχρονης, ασύγχρονα, ασύγχρονο, ασύγχρονες
- at στα ελληνικά - χαϊδεύω, στο, κατά, στη, σε, στην
- atakk στα ελληνικά - επιδρομή, επιτίθεμαι, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Τυχαίες λέξεις
Asüül στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυλία, άσυλο, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Μεταφράσεις: ασυλία, άσυλο, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου