Λέξη: ανατολίτικος
Σχετικές λέξεις: ανατολίτικος
ανατολίτικος συνώνυμο, ανατολίτικος χορός
Μεταφράσεις: ανατολίτικος
ανατολίτικος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oriental
ανατολίτικος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oriental, orientales, oriente, oriental de
ανατολίτικος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
orientalisch, östlich, orientale, Orientale, Oriental, orientalischen, orientalische
ανατολίτικος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oriental, orientale, Orient, orientales, d'orient
ανατολίτικος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orientale, Oriental, dell'Asia Orientale, orientali
ανατολίτικος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oriental, asiática, oriente, orientais, do Oriente
ανατολίτικος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oostelijk, oosters, Oriental, oosterse, oriëntaalse, oriënteer
ανατολίτικος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
восточный, востоковедческий, азиатский, Восточные, Oriental, Восточная, восточных
ανατολίτικος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Oriental, orientalsk, orientalske, orientaler, av Oriental
ανατολίτικος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
orientalisk, Oriental, orientaliska, orientaliskt, oriental
ανατολίτικος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itämainen, Oriental, itämaiset, itämaista, itäisen
ανατολίτικος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
orientalsk, Oriental, orientalske, Østlige, af Oriental
ανατολίτικος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
východní, orientální, Oriental, orientálního
ανατολίτικος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wschodni, orientalny, Oriental, orientalne, orientalnym
ανατολίτικος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keleti, Oriental, orientális, a keleti, keleties
ανατολίτικος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oryantal, Oriental, Doğu, şark
ανατολίτικος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
азіатський, східний, західний, південний, Східній, північний
ανατολίτικος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oriental, orientale, i Lindjes
ανατολίτικος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ориенталски, Oriental, ориенталска, Ориентал, ориенталския
ανατολίτικος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
усходні, ўсходні, заходні
ανατολίτικος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
idamaine, Oriental, idamaised, idamaise, Orientaal
ανατολίτικος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istok, sjajan, blještav, istočnjački, Orijentalna, Oriental, orijentalni, orijentalne
ανατολίτικος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Oriental, orientalsk, Austurlandabúinn
ανατολίτικος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Rytų, Oriental, rytietiški, rytietiškas, rytietiškų
ανατολίτικος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
austrumu iedzīvotājs, Oriental, austrumu, austrumnieciskā
ανατολίτικος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ориентални, ориентален, Ориентална, Ориенталниот, ориенталната
ανατολίτικος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oriental, orientale, orientală, orientala
ανατολίτικος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Oriental, orientalski, Orientalska, orientalsko, orientalskem
ανατολίτικος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
orientálne, orientálna, orientálny, orientálnej, Orientální