Λέξη: ταιριάζω

Σχετικές λέξεις: ταιριάζω

ζωδια ταιριάζω, ταιριάζω συνώνυμα, ταιριάζω με τον σύντροφό μου, ταιριάζω ετυμολογία, ταιριάζω στα αγγλικά

Συνώνυμα: ταιριάζω

προσαρμόζω, αρμόζω, κροτώ, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι, συμβαίνω, ανήκω, είμαι κάτοικος χώρας, συμβιβάζομαι

Μεταφράσεις: ταιριάζω

ταιριάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
match, fit, suit, comport with, befall

ταιριάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pareja, partido, fósforo, juego, partido de, encuentro

ταιριάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gegenstück, wettkampf, kampf, paar, spiel, übereinstimmen, korrespondieren, Spiel, Match, Begegnung, Partie

ταιριάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
match, assortir, mariage, concorder, s'entremettre, partie, couple, allumette, paire, correspondance, rencontre, jeu

ταιριάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gara, partita, fiammifero, coppia, incontro, partite, partite in

ταιριάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
unir, combinar, esteira, fósforo, partida, partido, jogo, correspondência

ταιριάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
echtpaar, koppel, lucifer, wedstrijd, match, tweetal, duo, echtelieden, gelijke, wedstrijdresultaten

ταιριάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
партия, брак, спичка, соревнование, пара, соискание, состязание, огнепровод, матч, ровня, пар, матча, совпадение, матче, соответствие

ταιριάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parti, kamp, kampen

ταιριάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koppla, par, make, tändsticka, match, matchen, matcha, matchning

ταιριάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kilpailu, ottelu, naittaa, pari, ottelussa, ottelua, ottelun, ottelun alkua

ταιριάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kamp, match, tændstik, kampen, Kampens

ταιριάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sirka, pár, zápalka, sňatek, zápas, utkání, shoda, Těmto požadavkům, zápasu

ταιριάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mecz, para, dobór, lont, dopasowanie, partia, ożenek, zapałka, małżeństwo, spotkania, mecze, meczu, meczów

ταιριάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyufa, meccs, mérkőzés, Match, találat, mérkőzést

ταιριάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
maç, maçı, eşleme, eşleşme, kibrit

ταιριάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матадор, матч

ταιριάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndeshje, Ndeshja, Match, Përputhje, ndeshjes

ταιριάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мач, среща, съвпадение, в срещата, двубой

ταιριάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
матч

ταιριάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tikk, ühitama, matš, Kohtumise, mängu, vaste, match

ταιριάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utakmica, susret, Match, susret je, utakmici

ταιριάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
keppni, eldspýta, jafnast, kappleikur, Leikurinn, passa, Leiknum, samsvörun, jafningi

ταιριάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mačas, rungtynės, varžybos, degtukas, derėti, tikti, atitikimo, atitikimas, Match, mačo

ταιριάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sacīkstes, sērkociņš, mačs, Spēle, spēles, Beigu, spēlei

ταιριάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
натпревар, натпреварот, натпревари, меч, теренот

ταιριάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chibrit, meci, partida, meci de, acest meci, meciul

ταιριάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tekma, tekma se, tekma se je, Srečanje, tekmo

ταιριάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zápalka, zápas
Τυχαίες λέξεις