Dresseerimine στα ελληνικά

Μετάφραση: dresseerimine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προπονούμενος, προπόνηση, εκπαίδευση
Dresseerimine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • draperii στα ελληνικά - υφασματοπώλης, υφασματέμπορο, Draper, υφασματέμπορος, Ντρέιπερ
  • drastiline στα ελληνικά - απεγνωσμένος, δραστικός, απελπισμένος, δραστική, δραστικές, δραστικά, δραστικών
  • drillimine στα ελληνικά - τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, άσκηση, δράπανο
  • drossel στα ελληνικά - επαγωγέας, επαγωγέα, πηνίο, πηνίου, επαγωγικό
Τυχαίες λέξεις
Dresseerimine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προπονούμενος, προπόνηση, εκπαίδευση