Λέξη: απόφθεγμα

Σχετικές λέξεις: απόφθεγμα

απόφθεγμα καζαντζάκη, απόφθεγμα της ημέρας, απόφθεγμα φιλίας, απόφθεγμα για τη ζωη, απόφθεγμα ημέρας, απόφθεγμα ορισμός, αποφθεγματα για την αγάπη, απόφθεγμα ετυμολογία, απόφθεγμα νεα, απόφθεγμα αγάπης

Συνώνυμα: απόφθεγμα

γνωμικό, αφορισμός

Μεταφράσεις: απόφθεγμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aphorism, adage, maxim, apothegm, motto
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aforismo, adagio, proverbio, máxima, Maxim, de Maxim, máxima de, a Maxim
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprichwort, gedankensplitter, aphorismus, sentenz, Maxime, Maxim, Grundsatz, Motto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dicton, aphorisme, sentence, proverbe, adage, maxime, Maxim, la maxime
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proverbio, massima, Maxim, motto, di Maxim
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
máxima, Maxim, máximo, máxima de, lema
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spreuk, kernspreuk, aforisme, Maxim, stelregel, adagium, maxime
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изречение, афоризм, поговорка, пословица, максима, Максим, Maxim, принцип, сентенция
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maxim, maksime, maksimen, leveregel, setning
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ordspråk, aforism, maxim, maximen, sentens, sentensen, grundsats
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mietelmä, sanonta, maksiimi, Maxim, elämänohje, Maksim, sanonnan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordsprog, maksime, Maxim, leveregel, grundsætning, maksimen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přísloví, pořekadlo, aforismus, průpověď, maxima, Maxim, zásada, rčení
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powiedzenie, aforyzm, przysłowie, maksyma, sentencja, maxim, maksymy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aforizma, alapelv, Maxim, maxima, Makszim
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özdeyiş, Maxim, The Maxim, atasözünü, atasözü
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приказка, афоризм, максима, Максіма
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parim, Maxim, Maksim, maksimum, parim i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пословица, максима, Максим, максимата, Maxim
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
максіма, максыма, максім
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aforism, mõttetera, maksiim, Maxim, maksiimi, Maksim
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maksima, Maxim, načelo, maksimu, je Maxim
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Maxim, Do, Maxim sem, Heilræði, Maxim sem við
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patarlė, sentencija, Maxim, maksima, principas, maksyma
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aforisms, sakāmvārds, paruna, maksima, maksims, maxim, princips, maksimu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
максима, Maxim, Максим, максимата, изрека
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proverb, maximă, Maxim, maxima, Maxim a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maxim, maksima, maksimo, vodilo, Maksim
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maxima, maximá, maximum, maximálnej, vrchol
Τυχαίες λέξεις