Λέξη: αθώωση

Σχετικές λέξεις: αθώωση

αθώωση κασιδιάρη, αθώωση σώρρα, αθώωση αρτέμη σώρρα, αθώωση οροθετικών, αθώωση μελίστα, αθώωση παντή, αθώωση τσοχατζόπουλου, αθώωση βαξεβάνη, αθώωση του κώστα αγγελάκη της ευπ πρότεινε η εισαγγελέας – διεκόπη η δίκη για τις 28 απριλίου, αθώωση εφραίμ

Συνώνυμα: αθώωση

απαλλαγή, αθώωσις, συγνώμη, άφεση αμαρτίων, απόφεση, απόλυση

Μεταφράσεις: αθώωση

αθώωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquittal, exculpation, absolution, exoneration, acquittal of

αθώωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
absolución, la absolución, absolutoria, sentencia absolutoria, sobreseimiento

αθώωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erledigung, erfüllung, freispruch, freisprechung, Freispruch, Freisprechung, Freispruchs, freigesprochen

αθώωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acquittement, absolution, accomplissement, l'acquittement, un acquittement, d'acquittement

αθώωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assoluzione, proscioglimento, un'assoluzione, l'assoluzione, di assoluzione

αθώωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
absolvição, a absolvição, absolvido, quitação, acquittal

αθώωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrijspraak, vrijgesproken, een vrijspraak, de vrijspraak, acquittal

αθώωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выполнение, освобождение, оправдание, увольнение, оправдательный приговор, оправдательного приговора, оправдательный, оправдательных приговоров

αθώωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frifinnelse, frifinnelsen, frifinnende dom, frifinnelsesdom

αθώωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frikännande, friande, frikännandet, frikändes, frikänts

αθώωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapauttava tuomio, vapauttava, vapauttavan, vapauttavan tuomion, vapauttavasta

αθώωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frifindelse, frifindelsen, frikendelse, frifindelse på, frifundet

αθώωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zproštění, osvobození, zproštění obžaloby, osvobozující rozsudek, zproštění viny

αθώωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spłacenie, uniewinnienie, uniewinnienia, wyrok uniewinniający, uniewinniającego, uniewinnieniem

αθώωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felmentés, felmentő ítélet, felmentő, felmentő ítéletet, felmentését

αθώωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beraat, beraat kararı, verilen beraat, beraati

αθώωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виправдання, звільнення, виконання, виконування, оправдання

αθώωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shfajësim, lirimi, pafajësisë, shfajësimi, pafajësia

αθώωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оправдателна присъда, оправдаването, погасяване, оправдателна, оправдателната присъда

αθώωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апраўданне, апраўданьне, апраўдання

αθώωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigeksmõistmine, õigeksmõistva, õigeksmõistev, õigeksmõistmise, õigeksmõistmist

αθώωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravdanje, oslobađanje, ispunjenje, oslobađajuća presuda, oslobađajuća, oslobađajuće, oslobađajuću

αθώωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýknu, sýknu er upp kveðinn, sýknu er uppkveðinn, kveðinn

αθώωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išteisinimas, išteisinamasis, išteisinamasis nuosprendis, išteisinimo, išteisinamųjų nuosprendžių

αθώωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attaisnojums, atbrīvošana, attaisnojošs, attaisnošana, attaisnošanas

αθώωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ослободителната пресуда, ослободување, ослободителна, ослободителната, ослободувањето

αθώωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
achitare, achitarea, de achitare, achitării, achitat

αθώωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oprostilna sodba, oprostilna, oprostilno, oprostilne sodbe, Pravdanje

αθώωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zbavenie, oslobodenie, výnimku, oslobodení, oslobodenia
Τυχαίες λέξεις