Elekter στα ελληνικά
Μετάφραση: elekter, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, κύρος, εξουσία, ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικής, ηλεκτρισμού, ηλεκτρική ενέργεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elegantselt στα ελληνικά - κομψά, Κομψά, κομψή, Τα κομψά, Καλαίσθητα, προσφέρει κομψή
- elegantsitu στα ελληνικά - άκομψος, κομψότητα, κομψότητας, την κομψότητα, φινέτσα, καλαισθησία
- elektrifitseerima στα ελληνικά - ηλεκτροδοτώ, ηλεκτρίζω, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, ηλεκτρίσει, ηλεκτρίσουν
- elektrifitseerimine στα ελληνικά - εξηλεκτρισμός, Ηλεκτροκίνηση, Ηλεκτροδότηση, Electrification, ηλεκτροδοτήσεως
Τυχαίες λέξεις
Elekter στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, κύρος, εξουσία, ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικής, ηλεκτρισμού, ηλεκτρική ενέργεια
Μεταφράσεις: δύναμη, κύρος, εξουσία, ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικής, ηλεκτρισμού, ηλεκτρική ενέργεια