Λέξη: ανυπομονησία
Σχετικές λέξεις: ανυπομονησία
ανυπομονησία αγγλικα, η ανυπομονησία, ανυπομονησία συνώνυμα, ανυπομονησία συνώνυμο, ανυπομονησία φυτο, με ανυπομονησία
Συνώνυμα: ανυπομονησία
ανησυχία, αδημονία, προθυμία, ζήλος
Μεταφράσεις: ανυπομονησία
ανυπομονησία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impatience, eagerness, anxiety, looking forward, forward
ανυπομονησία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impaciencia, la impaciencia, impaciente, de impaciencia
ανυπομονησία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungeduld, Ungeduld, ungeduldig, die Ungeduld, der Ungeduld
ανυπομονησία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impatience, l'impatience, d'impatience, impatiences
ανυπομονησία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impazienza, insofferenza, l'impazienza, impaziente
ανυπομονησία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impaciência, a impaciência, impaciente, impatience
ανυπομονησία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeduld, ongeduldig, het ongeduld, van ongeduld
ανυπομονησία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нетерпеливость, нетерпеж, раздражительность, нетерпимость, нетерпение, нетерпением, нетерпения
ανυπομονησία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utålmodighet, utålmodig, utålmodigheten, utålmodighet for
ανυπομονησία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
otålighet, impatience, otåligt, otåligheten, otålig
ανυπομονησία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärsimättömyys, kärsimättömyyttä, kärsimättömyyden, malttamattomana, kärsimättömästi
ανυπομονησία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
utålmodighed, Utaalmodighed, utålmodigheden, utålmodigt
ανυπομονησία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nedočkavost, netrpělivost, netrpělivosti, netrpělivostí
ανυπομονησία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zniecierpliwienie, niecierpliwość, niecierpliwości, zniecierpliwienia, impatience
ανυπομονησία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
türelmetlenség, türelmetlenül, türelmetlenségét, a türelmetlenség, türelmetlenséggel
ανυπομονησία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sabırsızlık, sabırsızlığı, impatience, tahammülsüzlük, sabırsızlığın
ανυπομονησία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
місити, нетерпіння, нетерплячка, нетерплячість, нетерплячку, нетерпінням
ανυπομονησία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
padurim, padurimi, mosdurimi, zemërim, padurim të
ανυπομονησία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нетърпение, нетърпеливост, нетърпението, от нетърпение
ανυπομονησία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нецярпенне, нецярплівасць, нецярпеньне, непакой, нецярпення
ανυπομονησία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannatamatus, kärsitus, kannatamatust, kannatamatuse, kärsitust
ανυπομονησία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nesnošljivost, nestrpljivost, nestrpljenje, nestrpljivosti, je nestrpljivost s, nestrpljivost s
ανυπομονησία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óþolinmæði
ανυπομονησία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nekantrumas, nekantrumo, nekantriai, nekantrumą, nekantrybė
ανυπομονησία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepacietība, nepacietību
ανυπομονησία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нетрпеливост, нестрпливост, нетрпеливоста, нетрпението, нетрпение
ανυπομονησία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nerăbdare, nerăbdarea, nerabdare, nerabdarea, nerăbdării
ανυπομονησία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nepotrpežljivost, nestrpnost, neučakanost, impatience, Nestrpljivost
ανυπομονησία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
netrpezlivosť, netrpezlivosti
Τυχαίες λέξεις