Λέξη: βελονισμός

Σχετικές λέξεις: βελονισμός

βελονισμός ιωάννινα, βελονισμός λάρισα, βελονισμός για αδυνάτισμα, βελονισμός κόστος, βελονισμός χανιά, βελονισμός και δίαιτα, βελονισμός νέα σμύρνη, βελονισμός και εγκυμοσύνη, βελονισμός για αδυνάτισμα θεσσαλονικη, βελονισμός τιμές

Μεταφράσεις: βελονισμός

βελονισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acupuncture, acupuncture is, needling

βελονισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acupuntura, la acupuntura, de acupuntura, de la acupuntura

βελονισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akupunktur, Akupunktur, Akupunkturn

βελονισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acupuncture, acuponcture, l'acupuncture, l'acuponcture, d'acupuncture

βελονισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agopuntura, l'agopuntura, di agopuntura, Acupuncture, dell'agopuntura

βελονισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acupuntura, a acupuntura, acupunctura, de acupuntura, acupuncture

βελονισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acupunctuur, acupunctuurpunten, de acupunctuur, van acupunctuur, acupunctuurpunt

βελονισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
иглоукалывание, иглотерапия, акупунктура, Акупунктура, акупунктуры, иглоукалывания, Актопунктура

βελονισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akupunktur, acupuncture

βελονισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
akupunktur, acupuncture, akupunktur för

βελονισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
akupunktio, akupunktion, akupunktiota, akupunktiolla

βελονισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
akupunktur

βελονισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akupunktura, akupunkturní, akupunktury, akupunkturu, Acupuncture

βελονισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
akupunktura, akupunktury, Acupuncture, akupunkturę, akupunktur

βελονισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akupunktúra, akupunktúrás, az akupunktúra, akupunktúrát, az akupunktúrás

βελονισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akupunktur, Akapunktur, akupunkturun, Acupuncture

βελονισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акупунктура, голковколювання, акупунктуру

βελονισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akupunkturë, Acupuncture, akupunktura, akupunkture, diagnozë

βελονισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
иглотерапия, акупунктура, акупунктурата, акупунктурна

βελονισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
іглаўколванне, іголкаўколванне

βελονισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akupunktuur, nõelravi, akupunktuuri

βελονισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pronicljivost, sposobnost, akupunktura, akupunkture, je akupunktura, Akupunktura je, akupunkturu

βελονισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nálastungumeðferð, nálastungur, nálastungum, að nálastungur

βελονισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akupunktūra, akupunktūros, akupunktūrą, acupuncture, Akupunktűra

βελονισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akupunktūra, akupunktūras, adatu terapija, akupunktūru, Acupuncture

βελονισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акупунктура, акупунктурата, акупунктурни, на акупунктура

βελονισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acupunctură, acupunctura, de acupunctura, acupuncturii

βελονισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
akupunktura, akupunkturo, akupunkturnih, acupuncture, akupunkture

βελονισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
akupunktúra, akupunktura, akupunktúry

Στατιστικά δημοτικότητας: βελονισμός

Τυχαίες λέξεις