Element στα ελληνικά

Μετάφραση: element, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύτταρο, κελί, στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Element στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elektroonika στα ελληνικά - ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, Electronics, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών ειδών
  • elektrooniline στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό
  • elementaarne στα ελληνικά - στοιχειώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες
  • elevant στα ελληνικά - ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
Τυχαίες λέξεις
Element στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύτταρο, κελί, στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο