Λέξη: πιάνομαι

Σχετικές λέξεις: πιάνομαι

πιάνομαι εξ απήνης

Συνώνυμα: πιάνομαι

πιέζω, σφηνώνω, συνωστίζω, συνωστίζομαι, παθαίνω εμπλοκή, πιάνω, σφίγγω

Μεταφράσεις: πιάνομαι

πιάνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cling, grip, jam

πιάνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apretón, empuñadura, agarrar, agarre, adherencia

πιάνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschmiegen, anhaften, Griff, Griffigkeit, Grip

πιάνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'attacher, coller, tenir, s'accrocher, adhérer, détenir, maintenir, poignée, prise, adhérence, préhension, emprise

πιάνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presa, impugnatura, aderenza, manopola, morsa

πιάνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aperto, aderência, punho, pega, controle

πιάνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kleven, greep, houvast, grip, handgreep, handvat

πιάνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
держаться, виснуть, прильнуть, придираться, прилипать, цепляться, облегать, льнуть, рукоятка, захват, ручка, власть, сжатие

πιάνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grep, grepet, gripe

πιάνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grepp, greppet, grip

πιάνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarttua, myötäillä, piintyä, ripustautua, pito, ote, otteen, pitoa, pidon

πιάνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
greb, grebet, grip, vejgreb, gribe

πιάνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přiléhat, lepit, držet, rukojeť, uchopení, grip, Přilnavost pneumatiky na, sevření

πιάνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyklejać, trzymać, przykleić, przylgnąć, uchwyt, chwyt, uścisk, trzymanie, przyczepność

πιάνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
markolat, fogást, tapadás, tapadást, fogantyú

πιάνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavrama, tutuş, tutma, grip, tutamak

πιάνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горнучись, облягати, прилипати, рукоятка, руків'я, ручка

πιάνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grip, rrokje, kontroll, mjet kapës, kapje

πιάνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дръжка, хващане, хватка, сцепление, захват

πιάνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзяржальня, рукаятка, ручка, тронак

πιάνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liibuma, haare, grip, käepide, haaret, haarde

πιάνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prianjati, zahvat, stisak, držanje, prianjanje, hvat

πιάνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grip, gripi, botnstykkinu, gripið, grip á

πιάνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rankena, sukibimas, grip, rankenos, sukibimą

πιάνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rokturis, grip, saķere, saķeri, ceļu raksturojošo

πιάνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стисок, зафат, контрола, фат, канџите

πιάνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prindere, grip, de prindere, aderență pe teren, de aderență pe teren

πιάνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grip, oprijem, ročaj, prijem, oprijema

πιάνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rukoväť, madlo, rúčka
Τυχαίες λέξεις