Λέξη: βιασμός

Σχετικές λέξεις: βιασμός

ντούβλη, μαριάννα ντούβλη, ntouvli, ντουβλη, marianna ntouvli

Συνώνυμα: βιασμός

γογγύλι, γογγύλη, αρπαγή, έκσταση, αγαλλίαση

Μεταφράσεις: βιασμός

βιασμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rape, rape is, sexual violence, rape of

βιασμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
violar, violación

βιασμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raubwirtschaft, raub, raps, vergewaltigung, vergewaltigen, Vergewaltigung, Raps, Vergewaltigungen, Vergewaltigungs

βιασμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
colza, rave, pillage, violer, ravir, viol, le viol, viols, de viol

βιασμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stupro, stuprare, colza, stupri, lo stupro, di colza

βιασμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estupro, violação, colza, o estupro, de estupro

βιασμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkrachten, verkrachting, koolzaad, raapzaad, verkrachtingen, van verkrachting

βιασμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насиловать, изнасилование, растление, сурепка, изнасиловать, похищение, насильничать, рапс, изнасилования, рапса, изнасилований

βιασμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voldtekt, voldta, voldtekts, voldtekten, raps, voldtekter

βιασμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våldta, raps, våldtäkt, våldtäkter, våldtäkten, våldtäkts

βιασμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raiskaus, rypsi, raiskata, raiskauksen, raiskaukset, raiskauksesta, rapsi

βιασμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voldtægt, raps, rybs-, rybsfrø, raps-

βιασμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znásilnění, loupež, znásilnit, plenění, unést, olejka, řepky, řepka, znásilňování, řepkový

βιασμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zniewolenie, rzepa, gwałt, zgwałcić, zgwałcenie, rzepak, uwodzić, rabunek, rabować, gwałcić, zabór, rzepaku, gwałtu, rzepakowy

βιασμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elrablás, repce, törköly, megerőszakolás, erőszak, nemi erőszak, nemi erőszakot

βιασμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kolza, tecavüz, kanola, rape, tecavüzün

βιασμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ненажерливість, жадобу, жадібність, жадоба, викрадення, згвалтування, зґвалтування

βιασμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përdhunim, përdhunimi, dhunimi, përdhunimin, përdhunimet

βιασμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изнасилване, рапица, изнасилването, изнасилвания, рапично

βιασμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згвалтаванне, згвалтаваньне, згвалтавання, гвалт

βιασμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vägistama, raps, vägistamine, vägistamise, rapsi, vägistamist, rape

βιασμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oteti, repica-uljana, otmica, silovanje, silovanja, repica, repice, silovanjima

βιασμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nauðga, nauðgun, nauðganir, nauðgunum, nauðgun í

βιασμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rapsas, prievartavimas, išžaginimas, rapsų, rapsai

βιασμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izvarošana, rapsis, rapša, rapšu, izvarošanu

βιασμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
силувањето, силување, силувања, за силување, репка

βιασμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
viol, rapiță, violul, de rapiță, violului

βιασμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
unést, posilstvo, rape, posilstva, posilstvu, repica

βιασμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únos, znásilnenie, znásilnenia, znásilnení, znásilňovanie, znásilneniu

Στατιστικά δημοτικότητας: βιασμός

Τυχαίες λέξεις