Käru στα ελληνικά

Μετάφραση: käru, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, τύμβος, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξα, άμαξας, καρότσι
Käru στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kärsitus στα ελληνικά - ανυπομονησία, μπουρίνι, φύσημα, αναστάτωση, αναταραχή, πυρετώδη
  • kärss στα ελληνικά - ρύγχος, ρύγχους, snout, το ρύγχος, μουσούδα
  • kärutäis στα ελληνικά - τύμβος, καρότσι γεμάτο
  • käsikiri στα ελληνικά - αντίγραφο, σενάριο, αντίτυπο, αντιγράφω, χειρόγραφο, χειρογράφου, χειρόγραφη, ...
Τυχαίες λέξεις
Käru στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, τύμβος, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξα, άμαξας, καρότσι