Λέξη: υποχωρητικός

Σχετικές λέξεις: υποχωρητικός

υποχωρητικός αγγλικα

Συνώνυμα: υποχωρητικός

εύκαμπτος, ευλύγιστος, εύπλαστος, μαλακός, συμμορφούμενος, δειλός

Μεταφράσεις: υποχωρητικός

υποχωρητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
yielding, compliant, recessive, pliable

υποχωρητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
obediente, complaciente, compatible, compatible con, cumple

υποχωρητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewinnend, nachgiebig, gefällig, konform, konforme, konformen

υποχωρητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arrangeant, rendant, conforme, conformes, compatible, conformité, conforme à

υποχωρητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compiacente, conforme, compatibile, conformi, compatibile con

υποχωρητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
complacente, compatível, conformidade, compatível com, em conformidade

υποχωρητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
compliant, conforme, compatibele, compatibel, voldoet

υποχωρητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уступчивый, соответствует, совместимый, соответствуют, требованиям

υποχωρητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kompatibel, kompatible, kompatibelt, samsvar

υποχωρητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kompatibel, kompatibla, uppfyller, kompatibelt

υποχωρητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aulis, yhteensopiva, yhteensopivat, Yhteensopivuusstandardit, yhteensopivia

υποχωρητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kompatibel, kompatibelt, kompatible, opfylder

υποχωρητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kompatibilní, vyhovující, v souladu, souladu RoHS, V souladu RoHS

υποχωρητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgodny, zgodne, zgodna, zgodność, zgodnego

υποχωρητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kompatibilis, megfelelő, megfelel, megfelelnek

υποχωρητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uysal, uyumlu, uygun, uyumlu bir, uyumludur

υποχωρητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
даний, поступливий, поступлива, поступливіший

υποχωρητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i urtë, përputhje, në përputhje, në pajtim, urtë

υποχωρητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съвместим, съвместими, съвместима, съответствие, отговаря

υποχωρητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падатлівасцю, падатлівасць, падатлівасці, дагодлівыя, падатлівым

υποχωρητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järeleandlik, pehme, nõuetele, ühilduv, vastavuses, vastavuses Ära, ühilduva

υποχωρητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
popustljiv, izdašan, sukladnog, u skladu, usklađen, sukladan

υποχωρητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlátur, samhæft, samræmi, í samræmi, samræmist, uppfyllir

υποχωρητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atitinka, suderinamas, atitiktis, atitinkantys, reikalavimų

υποχωρητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
compliant, atbilstošs, atbilst, atbilstoša, atbilstošu

υποχωρητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
согласност, во согласност, компатибилен, усогласен, усогласени

υποχωρητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conforme, de Conformitate, conformitate, compatibil, respectă

υποχωρητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skladne, skladna, skladen, skladni, v skladu

υποχωρητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poddajný, výnosný, kompatibilný, kompatibilné, kompatibilná, kompatibilnej, kompatibilnú
Τυχαίες λέξεις