Λέξη: γραφικά
Σχετικές λέξεις: γραφικά
γραφικά και οπτικοποίηση αρχές και αλγόριθμοι, γραφικά intel hd 4000, γραφικά φόντου powerpoint, γραφικά και οπτικοποίηση, γραφικά υπολογιστών, γραφικά χωριά της κύπρου, γραφικά intel hd, γραφικά αρχές και αλγόριθμοι, γραφικά υπολογιστών με opengl, γραφικά και οπτικοποίηση αρχέσ και αλγόριθμοι pdf
Μεταφράσεις: γραφικά
γραφικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
graphics, graphically, picturesque, graphic, scenic
γραφικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gráficamente, gráfica, forma gráfica, gráfico, de forma gráfica
γραφικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grafiken, graphik, grafisch, graphisch, grafische, grafischen, graphische
γραφικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
graphique, graphiquement, forme graphique, graphiques, manière graphique
γραφικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
graficamente, grafica, grafico, forma grafica
γραφικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gráfico, gráficos, graficamente, gráfica, gràfica
γραφικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grafiek, aanschouwelijk, grafisch, grafische, voor grafische, een grafische
γραφικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проектирование, графика, графически, наглядно, графическом, в графическом, графическом виде
γραφικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grafisk, en grafisk, grafisk fremstilling
γραφικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grafiskt, grafisk
γραφικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
grafiikka, graafisesti, graafisessa, graafinen, havainnollisesti
γραφικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grafisk, en grafisk, grafiske
γραφικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
grafika, grafický, graficky, grafické, grafického, názorně
γραφικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grafika, graficznie, obrazowo, graficznej, formie graficznej, graficzny
γραφικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
grafika, grafikusan, grafikailag, grafikus, grafikai, szemléletesen
γραφικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grafikle, grafiksel, grafik, grafiksel olarak, grafik olarak
γραφικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
графіки, графіка, графічно
γραφικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grafikisht, grafike, mënyrë grafike, në mënyrë grafike, pikturë
γραφικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
графика, графически, графично, в графичен, графичен вид, по графичен
γραφικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
графічна
γραφικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
illustratsioonid, graafika, graafiliselt, graafiliselt esitada, võimalik graafiliselt, graafiliseks, on graafiliselt
γραφικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grafičke, grafika, grafički, grafi, zorno, su grafički, slikovito
γραφικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
myndrænt, myndrænan, á myndrænan, grafískum, svart á hvítu
γραφικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grafiškai, grafiniu, grafiniu būdu, grafine
γραφικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grafiski, grafiskā, grafiskā veidā
γραφικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
графички, сликовито, на графички, графички да, графички е
γραφικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grafic, grafică, mod grafic, grafica
γραφικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grafika, grafično, grafični, grafične, nazorno
γραφικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
grafika, graficky, grafický, grafické, grafickej