Keel στα ελληνικά

Μετάφραση: keel, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορδή, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
Keel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keegi στα ελληνικά - κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον
  • keeglikurikas στα ελληνικά - τσούνι, skittle, μπόουλινγκ, σερβιρίσματος, κορύνες
  • keelama στα ελληνικά - απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
  • keelav στα ελληνικά - αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά
Τυχαίες λέξεις
Keel στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορδή, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες