Keskne στα ελληνικά
Μετάφραση: keskne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- keskmine στα ελληνικά - μετριάζω, ενδιάμεσος, μετριοπαθής, μέτριος, μεσαίος, μέσον, μέση, ...
- keskmängija στα ελληνικά - κέντρο, λαμβάνοντας, λήψη, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει
- keskpiirkond στα ελληνικά - κέντρο, Κεντρική Περιφέρεια, κεντρική περιοχή, κεντρική συνοικία, Central District, Κεντρικό Περιφερειακό
- keskpäev στα ελληνικά - μεσημέρι, το μεσημέρι, μεσημεριανές
Τυχαίες λέξεις
Keskne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
Μεταφράσεις: κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής