Λέξη: εκδίκηση

Σχετικές λέξεις: εκδίκηση

εκδίκηση σειρά, εκδίκηση στο mega, εκδίκηση περιλήψεις επεισοδίων, εκδίκηση επεισόδια, εκδίκηση τελευταίο επεισόδιο, εκδίκηση της ξανθιάς, εκδίκηση επεισόδιο 21, εκδίκηση της γυφτιάς, εκδίκηση αποφθέγματα, εκδίκηση πρώην, η εκδίκηση, εκδίκηση της νύφης

Μεταφράσεις: εκδίκηση

εκδίκηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vengeance, retribution, revenge

εκδίκηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
revancha, desquite, retribución, venganza, la venganza, vengarse, de venganza

εκδίκηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ahndung, vergeltung, rächen, rache, strafe, Rache, Revanche, Rache zu

εκδίκηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revanche, châtiment, vengeance, venger, la vengeance, se venger

εκδίκηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vendetta, vendicare, rappresaglia, rivincita, vendicarsi, la vendetta, di vendetta

εκδίκηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vingança, manifestar, revele, vingar, a vingança, de vingança, revanche

εκδίκηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wraak, revanche, wreken, wraak te, wraak te nemen

εκδίκηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кара, месть, воздаяние, возмездие, отомстить, реванш, отмщение, расплата, мстить, мщение, Revenge, мести, местью

εκδίκηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hevn, hevne, gjengjeld, revenge, hevne seg

εκδίκηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hämnas, hämnd, revansch, hämnden

εκδίκηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kosto, kostaa, rangaistus, kostoa, koston, kostosta

εκδίκηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hævn, hævne, hævne sig, hćvn

εκδίκηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pomsta, odveta, pomstít, oplátka, odplata, msta, mstít, pomstu, revenge, pomsty

εκδίκηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwet, zawziętość, zemścić, pomścić, rewanż, mścić, pomsta, zapłata, zemsta, mściwość, zemsty, zemstą, revenge

εκδίκηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bosszú, visszavágó, megtorlás, büntetés, bosszút, a bosszú, bosszút áll, bosszút álljon

εκδίκηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ar, intikam, öç, revenge, intikamı, bir intikam

εκδίκηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гулянка, пиятика, мстити, помста, помсту, месть

εκδίκηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hakmarrje, hakmarrja, hak, hakmarrje e, revansh

εκδίκηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отмъщение, отмъсти, отмъщението, реванш, отмъстят

εκδίκηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
помста, помсту, месть

εκδίκηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kättemaks, kättemaksu, kätte, kättemaksust, kättemaksuks

εκδίκηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osveta, kazna, odmazda, osvetiti, Revenge, osvete, osvetu, osveti

εκδίκηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hefna, hefnd, Revenge, hefndin, hefna sín

εκδίκηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kerštas, keršto, Revenge, revanšas, atkeršyti

εκδίκηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atriebība, atriebties, Revenge, atriebības, atriebību

εκδίκηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одмаздата, одмазда, одмаздат, одмазди, се одмазди

εκδίκηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răzbunare, răzbune, razbunare, răzbunarea, se răzbune

εκδίκηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trest, maščevanje, revenge, maščevanja, je maščevanje, maščevali

εκδίκηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomsta, pomstiť, odveta, odplata, trest

Στατιστικά δημοτικότητας: εκδίκηση

Τυχαίες λέξεις