Λέξη: κύκλωμα
Σχετικές λέξεις: κύκλωμα
κύκλωμα lc, κύκλωμα rlc, κύκλωμα - ένα βήμα μπροστά lyrics, κύκλωμα thomson, κύκλωμα διαφόρισης, κύκλωμα εκβιαστών, κύκλωμα ημιανόρθωσης, κύκλωμα εκβιαστών κρήτη, κύκλωμα ηράκλειο, κύκλωμα νονών
Συνώνυμα: κύκλωμα
περίμετρος, γύρος, περιφέρεια, τροχιά, κύκλωμα ηλεκτρικό
Μεταφράσεις: κύκλωμα
κύκλωμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
circuit, circuitry, circuit of, circuit is, the circuit
κύκλωμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vuelta, distrito, circuito, circuito de, de circuito, circuitos, del circuito
κύκλωμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kreislauf, runde, schaltkreis, bezirk, rundkurs, tournee, schaltung, kreis, Schaltung, Kreislauf, Kreis, Schaltkreis
κύκλωμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tour, trajet, cercle, accouplement, circuit, tournée, contour, circonférence, pourtour, circuit de, circuits, le circuit
κύκλωμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
circuito, circuito di, del circuito, circuiti, di circuito
κύκλωμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
circuito, circuito de, de circuito, circuitos, do circuito
κύκλωμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
circuit, stroomkring, schakeling, kring
κύκλωμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
петля, кругооборот, округ, объезд, контур, схема, цепь, цепи, замыкания
κύκλωμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omkrets, krets, kretsen
κύκλωμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krets, kretsen
κύκλωμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rata, reitti, kulku, piiri, kierros, virtapiiri, piirin, piirissä, piiriin, circuit
κύκλωμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kredsløb, kredsløbet, kreds, kredsloeb
κύκλωμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obvod, oběh, kolo, kruh, oklika, okruh, obvodu, okruhu, obvodů
κύκλωμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
układ, okrążenie, objazd, obieg, obwód, runda, obwodu, obiegu, Układ
κύκλωμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áramkör, áramköri, kör, áramkört, áramkörben
κύκλωμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devre, devresi, devresinin
κύκλωμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кругообіг, зашморг, схема, петля, схему
κύκλωμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qark, qark të, qark i, qarku, e qark
κύκλωμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
верига, схема, съединение, кръг, веригата
κύκλωμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
схема
κύκλωμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõõr, ringkäik, vooluring, circuit, ringkonnakohtu, vooluahela, ahela
κύκλωμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
linija, obilaženje, kruženje, strujni krug, krug, sklop, kruga, spoj
κύκλωμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hringrás, brautir, rásinni, rafrás
κύκλωμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grandinė, kontūras, grandinės, jungimo, kontūro
κύκλωμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
circuit, ķēde, ķēdes, shēma, ķēžu
κύκλωμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коло, кола, на колото, спој, колото
κύκλωμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
circuit, circuitul, circuitului, circuit de, de circuit
κύκλωμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kruh, obvod, vezje, krog, tokokrog, vezja, krogotok
κύκλωμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kruh, okruh, obvod, obvodu, obvode
Στατιστικά δημοτικότητας: κύκλωμα
Τυχαίες λέξεις