Konfiskeerimine στα ελληνικά

Μετάφραση: konfiskeerimine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δήμευση, κατάσχεση, δήμευσης, τη δήμευση, κατάσχεσης
Konfiskeerimine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • konfiguratsioon στα ελληνικά - διευθέτηση, διάταξη, διαμόρφωση, διαμόρφωσης, ρυθμίσεων, ρύθμιση παραμέτρων
  • konfiskeerima στα ελληνικά - κατάσχω, δημεύω, επιστροφή περιουσίας στο κράτος ελλείψει κληρονόμων, escheat
  • konflikt στα ελληνικά - σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
  • konformist στα ελληνικά - συμμορφούμενος με τα καθεστώτα, κομφορμιστική, συμμορφούμενος με, κομφορμιστικό, κομφορμιστικά
Τυχαίες λέξεις
Konfiskeerimine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δήμευση, κατάσχεση, δήμευσης, τη δήμευση, κατάσχεσης