Korrapäraselt στα ελληνικά
Μετάφραση: korrapäraselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιοδικά, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korrapära στα ελληνικά - τακτικότητα, ευταξία, τάξη, ευταξίας, μεθοδικότητα, την τάξη
- korrapärane στα ελληνικά - τακτικός, ομαλός, τακτική, τακτικές, τακτικά, τακτικών
- korrapäratu στα ελληνικά - ανώμαλος, ανώμαλο, ακανόνιστος, παράτυπων, ακανόνιστη, ακανόνιστο
- korrapäratult στα ελληνικά - ανώμαλα, ακανόνιστα, παράτυπα, ακανόνιστου, παράνομα, αντικανονικά
Τυχαίες λέξεις
Korrapäraselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιοδικά, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
Μεταφράσεις: περιοδικά, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά