Λέξη: ξεκάθαρος

Σχετικές λέξεις: ξεκάθαρος

ξεκάθαρος συνώνυμα, ξεκάθαρος συνώνυμο

Συνώνυμα: ξεκάθαρος

αναμφισβήτητος, αποφασιστικός, αποφασισμένος, σαφής, καθορισμένος, οριστικός

Μεταφράσεις: ξεκάθαρος

ξεκάθαρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unambiguous, unequivocal, definite, clear, unclear

ξεκάθαρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sin ambigüedades, inequívoca, inequívoco, ambigüedades, ambigua

ξεκάθαρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eindeutig, unzweideutig, unmissverständlich, eindeutige, eindeutigen

ξεκάθαρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
univoque, non ambigu, sans ambiguïté, sans équivoque, non ambiguë

ξεκάθαρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
univoco, non ambiguo, inequivocabile, univoca, ambigua

ξεκάθαρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inequívoco, inequívoca, não ambígua, sem ambiguidades, ambígua

ξεκάθαρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondubbelzinnig, ondubbelzinnige, eenduidige, eenduidig, duidelijke

ξεκάθαρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недвусмысленный, однозначный, однозначным, однозначной, однозначна

ξεκάθαρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utvetydig, entydig, entydige, utvetydige, tydelig

ξεκάθαρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
otvetydig, entydig, otvetydiga, entydiga, entydigt

ξεκάθαρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksiselitteinen, yksiselitteisiä, yksiselitteistä, yksiselitteisesti, yksiselitteiset

ξεκάθαρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
entydig, utvetydig, utvetydige, entydige, entydigt

ξεκάθαρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jednoznačný, jednoznačné, jednoznačná, jednoznačně, jednoznačnou

ξεκάθαρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedwuznaczny, jednoznaczny, jednoznaczne, jednoznaczna, jednoznacznej

ξεκάθαρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
félreérthetetlen, egyértelmű, egyértelműen, egyértelműek, egyértelműnek

ξεκάθαρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesin, net, açık, belirsiz, net bir

ξεκάθαρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
однозначний, недвозначний, недвозначну, недвозначна, недвозначне

ξεκάθαρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i qartë, qartë, të qartë, qarta, të qarta

ξεκάθαρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недвусмислен, недвусмислено, недвусмислена, недвусмислени, еднозначно

ξεκάθαρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
недвухсэнсоўны, недвухсэнсоўную

ξεκάθαρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühemõtteline, ühetähenduslik, üheselt mõistetav, üheselt mõistetavad, ühemõttelised

ξεκάθαρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jednoznačan, nedvosmislen, nedvosmislena, jednoznačna, nedvosmisleni

ξεκάθαρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ótvíræð, ótvíræðar, ótvírætt, ótvíræðir, engri óvissu undirorpin

ξεκάθαρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nedviprasmiški, nedviprasmiška, vienareikšmis, nedviprasmiškas, nedviprasmiškai

ξεκάθαρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepārprotams, nepārprotama, nepārprotamai, nepārprotamiem, nepārprotamu

ξεκάθαρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
недвосмислен, недвосмислена, недвосмислени, недвосмислено, двосмислени

ξεκάθαρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
precis, lipsite de ambiguitate, lipsit de ambiguitate, fără echivoc, lipsită de ambiguitate

ξεκάθαρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nedvoumna, nedvoumno, nedvoumen, nedvoumne, nedvoumni

ξεκάθαρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jednoznačný, jasný, jedinečný, jasné, jednoznačné
Τυχαίες λέξεις