Korrapäratu στα ελληνικά
Μετάφραση: korrapäratu, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώμαλος, ανώμαλο, ακανόνιστος, παράτυπων, ακανόνιστη, ακανόνιστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korrapärane στα ελληνικά - τακτικός, ομαλός, τακτική, τακτικές, τακτικά, τακτικών
- korrapäraselt στα ελληνικά - περιοδικά, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
- korrapäratult στα ελληνικά - ανώμαλα, ακανόνιστα, παράτυπα, ακανόνιστου, παράνομα, αντικανονικά
- korrapäratus στα ελληνικά - παρατυπία, ανωμαλία, τυχαιότητας, τυχαιότητα, τυχαίο, τυχαίου, την τυχαιότητα
Τυχαίες λέξεις
Korrapäratu στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλο, ακανόνιστος, παράτυπων, ακανόνιστη, ακανόνιστο
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλο, ακανόνιστος, παράτυπων, ακανόνιστη, ακανόνιστο