Lühendama στα ελληνικά
Μετάφραση: lühendama, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικραίνω, κονταίνω, συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις
- lüdima στα ελληνικά - κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
- lühend στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- lühendamata στα ελληνικά - ασυντόμευτος, χωρίς περικοπές, περικοπές, ΠΛΉΡΕΣ
- lühendamine στα ελληνικά - συντόμευση, βράχυνση, σύντμηση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
Τυχαίες λέξεις
Lühendama στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικραίνω, κονταίνω, συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: μικραίνω, κονταίνω, συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί