Λέξη: συμβατικός

Σχετικές λέξεις: συμβατικός

συμβατικός μισθός, συμβατικός συνώνυμα, συμβατικός ορισμός, συμβατικός στα αγγλικά, συμβατικόσ συμψηφισμόσ, συμβατικός πόλεμος, συμβατικός τόκος υπερημερίας, συμβατικός τόκος, συμβατικόσ προϋπολογισμόσ, συμβατικός γάμος

Συνώνυμα: συμβατικός

συνβατικός, συνηθισμένος, παραδοσιακός, εθιμοτυπικός, τυπικός

Μεταφράσεις: συμβατικός

συμβατικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conventional, contractual, a conventional, a contractual

συμβατικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
convencional, esquemático, convencionales, convencional de, tradicional

συμβατικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
üblich, zeremoniell, zeremoniös, schematisch, konventionell, herkömmlich, herkömmlichen, konventionellen

συμβατικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traditionnel, conventionnel, schématique, convenu, contractuel, classique, conventionnelle, classiques, conventionnels

συμβατικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schematico, convenzionale, tradizionale, convenzionali, tradizionali

συμβατικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convencional, convencionais, convencional de, tradicional

συμβατικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
conventioneel, conventionele, gebruikelijke, traditionele, de conventionele

συμβατικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
традиционный, обусловленный, трафаретный, договорный, обычный, общепринятый, прописной, обыкновенный, договоренный, условный, обычные, обычных, обычная, обычное

συμβατικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konvensjonell, konvensjonelle, konvensjonelt, vanlig, vanlige

συμβατικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konventionell, konventionella, konventionellt, vanlig, konvention

συμβατικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
normaali, totunnainen, perinteinen, tavanomainen, sovinnainen, tavanomaisen, tavanomaisten, tavanomaisia, tavanomaista

συμβατικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konventionelle, konventionel, traditionel, konventionelt, traditionelle

συμβατικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohodnutý, smluvený, schematický, tradiční, obvyklý, smluvní, konvenční, běžné, konvenčního, běžný, obvyklé

συμβατικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konwencjonalny, typowy, schematyczny, umowny, konwencyjny, konwenansowy, zwyczajowy, standardowy, konwencjonalne, konwencjonalnych

συμβατικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elfogadott, megszokott, hagyományos, szokásos, a hagyományos, konvencionális, ismert

συμβατικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geleneksel, konvansiyonel, klasik, bilinen

συμβατικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звичайний, пересічний, умовний, звичний, звичайна, простий

συμβατικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konvencional, konvencionale, tradicionale, tradicional, konvencionale të

συμβατικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конвенционален, конвенционална, конвенционалната, конвенционалните, конвенционални

συμβατικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
звычайны, звычайная, просты, обычный, звычайную

συμβατικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konventsionaalne, tavaline, tavapäraste, tavaliste, tavalised, tavapäraseid

συμβατικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konvencionalan, konvencionalnu, konvencionalni, konvencionalne, konvencionalna, konvencionalno

συμβατικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hefðbundin, hefðbundnum, hefðbundna, venjulegur, hefðbundið

συμβατικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutartinis, tradicinis, tradicinių, įprastinių, įprastas

συμβατικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konvencionāls, parasto, parastā, tradicionālo, tradicionālās

συμβατικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конвенционалната, конвенционалните, конвенционално, конвенционален, конвенционални

συμβατικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
convențional, convențională, convenționale, conventionale, conventional

συμβατικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konvencionalne, konvencionalno, konvencionalna, konvencionalni, konvencionalnih

συμβατικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obecný, konvenčné, konvenčnej, konvenčných, konvenčnú, konvenčnou
Τυχαίες λέξεις