Leping στα ελληνικά
Μετάφραση: leping, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συνθήκη, συμβόλαιο, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- leotis στα ελληνικά - έγχυμα, έγχυση, έγχυσης, την έγχυση, Η έγχυση, Infusion
- lepe στα ελληνικά - διάθεση, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
- lepinguosaline στα ελληνικά - εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος
- lepingutingimus στα ελληνικά - μέριμνα, προμήθεια, διάρκεια της σύμβασης, διάρκεια ισχύος της σύμβασης, συμβατικής ρήτρας, διάρκεια της συμβάσεως, ρήτρα σύμβασης
Τυχαίες λέξεις
Leping στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συνθήκη, συμβόλαιο, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Μεταφράσεις: συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συνθήκη, συμβόλαιο, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για