Λέξη: πτοώ
Συνώνυμα: πτοώ
εκφοβίζω, φοβίζω, τρομάζω, αποθαρρύνω, κατατρομάζω, πτοούμαι, καταπλήσσω
Μεταφράσεις: πτοώ
πτοώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abash, overawe, startle, daunt, cow
πτοώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avergonzar, abochornar, confundir, imponer respeto a, intimidar, intimidar a, overawe, atemorizar
πτοώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einschüchtern, überwältigen, einzuschüchtern, overawe, imponieren
πτοώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confondre, décontenancer, humilier, intimider, en imposer, imposer à, tenir en respect, impressionner
πτοώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sconcertare, intimidire, overawe, potessero colpire, intimidire gli
πτοώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embaraçar, envergonhar, ar, humilhar, confundir, intimidar, overawe, intimidar os, intimidá, inspirar temor
πτοώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beschamen, imponeren, te imponeren, overawe, intimideren, overdonderen
πτοώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конфузить, смущать, внушать благоговейный страх, вызвать благоговение, устрашить, благоговение, держать в благоговейном страхе
πτοώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overawe, sønder
πτοώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
imponera, injaga fruktan, imponera på
πτοώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herättää suurta pelkoa jokussa
πτοώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overawe, imponere
πτοώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zahanbit, pokořit, zastrašit
πτοώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mieszać, speszyć, zawstydzać, zawstydzić, zmieszać, onieśmielać, zahukać, overawe
πτοώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfélemlít
πτοώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
utandırmak, sindirmek, korku ile boyun eğdirmek, korkutmak
πτοώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збентежте, вселяти, навіювати, викликати
πτοώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
overawe
πτοώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сплашат
πτοώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выклікаць, ўнушаць, пераконваць, унушаць, сеяць
πτοώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hämmeldama, suurt hirmu jokussa, Tekitab suurt hirmu jokussa
πτοώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smesti, posramiti, zbuniti, preplašiti
πτοώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overawe
πτοώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įbauginti, įbaiminti, Iebaidīt, Zahukać, Onieśmielać
πτοώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iebaidīt
πτοώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
overawe
πτοώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intimida, impuna veneratie, sa impuna veneratie
πτοώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zastrašit, overawe
πτοώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zastrašiť, zastrašovať, zastrašovania, odstrašiť
Τυχαίες λέξεις