Λέξη: σύρμα
Σχετικές λέξεις: σύρμα
σύρμα περιέλιξης πηνίων, σύρμα αποκόλλησης, σύρμα inox, σύρμα γαλβανιζέ, σύρμα κοπής τυριών, σύρμα και χάντρα, σύρμα χειροτεχνίας αθηνα, σύρμα χαλκού, σύρμα χειροτεχνίας, σύρμα περίφραξης
Συνώνυμα: σύρμα
τηλεγράφημα, τηλεγραφική, μικρή βούρτσα, ταχεία κίνηση, αχυροβούρτσα
Μεταφράσεις: σύρμα
σύρμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wire, whisk, wire is
σύρμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hilo, alambre, telegrama, cable, alambre de, de alambre
σύρμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drahtschlinge, leitung, draht, telegrafieren, telegraphieren, verdrahten, kabel, telegramm, Draht, Kabel, Drahtes
σύρμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
câble, télégraphier, télégramme, câbler, fil, fils, métallique, fil métallique
σύρμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cavo, filo, fili, filo di, legare
σύρμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arame, invernar, fio, telegrama, fios, fio de, de arame
σύρμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
metaaldraad, draad, telegram, wire, kabel, draads, draden
σύρμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телеграмма, телеграфировать, проволока, радировать, провод, озвучить, проволоки, провода, проводной
σύρμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledning, telegram, ledningen, tråd
σύρμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
telegram, tråd, tråden
σύρμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähköjohto, sähke, vaijeri, lanka, johto, johdin, langan, wire
σύρμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tråd, telegram, wire, ledning, tråden, ledninger
σύρμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
telegrafovat, lanko, drát, drátu, vodič, dráty, drátěné
σύρμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zatelegrafować, telegrafować, przewód, kabel, zadrutować, zadepeszować, drutować, drut, depesza, przewodowy, drutu
σύρμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sodrony, drót, huzal, vezeték, vezetékes, vezetéket
σύρμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tel, telgraf, kablo, telli, teli, kablolu
σύρμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
провід, дріт, провод, кабель
σύρμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tel, teli, tela, rrjetë, wire
σύρμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жица, тел, проводник, телени, телена
σύρμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нiтка, провад, провод, дрот
σύρμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võhmal, traat, juhe, traadi, wire, traati
σύρμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
telegrafirati, brzojaviti, žica, žice, žičane, wire, žicu
σύρμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vír, víra, vírinn
σύρμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laidas, viela, telegrama, vielos, wire, laidai
σύρμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vads, stieple, telegramma, stiepļu, stieples, wire
σύρμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жица, на жица, жичани, жицата, жица за
σύρμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
telegramă, sârmă, de sârmă, fir, fire, sarma
σύρμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žica, žice, žico, wire, žične
σύρμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drať, drôt, drôty, drát, drôtu
Στατιστικά δημοτικότητας: σύρμα
Τυχαίες λέξεις