Limiit στα ελληνικά
Μετάφραση: limiit, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lima στα ελληνικά - γλίτσα, ροχάλα, φλέγμα, βλέννας, βλέννα, βλέννης, βλέννη
- limane στα ελληνικά - γλοιώδης, γλοιώδη, γλοιώδες, slimy, γλοιώδεις
- limonaad στα ελληνικά - λεμονάδα, λεμονάδας, αναψυκτικού, η λεμονάδα, από λεμονάδα
- limune στα ελληνικά - οστρακοειδή, οστρακοειδών, για οστρακοειδή, οστρακοκαλλιέργειας, οστρακόδερμα
Τυχαίες λέξεις
Limiit στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Μεταφράσεις: περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας