Λέξη: διχοτομώ
Συνώνυμα: διχοτομώ
διαμελίζω, διαχωρίζω
Μεταφράσεις: διχοτομώ
διχοτομώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bisect
διχοτομώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bisecar, biseque, biseccionar, bisectar, bisecan
διχοτομώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halbieren, bisect, halbiert, zu halbieren
διχοτομώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dédoubler, bissectons, bissecter, bissectez, bissectent, diviser, couper en deux, bisect, bissectrice, bissection
διχοτομώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bisecare, bisecano, bisect, bisettrice, tagliare in due
διχοτομώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bifurcar, bisect, bissetriz, bissectar, linha de divisão
διχοτομώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
halveren, bisect, deelbaar, halveer, wordt doorsneden
διχοτομώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раздвоить, раздваивать, делить пополам, пополам, делят пополам, делятся пополам, разделить пополам
διχοτομώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bisect, halvere, kjære, gjennomskjære
διχοτομώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bisect, HALVERA, tudelar, tudela, EBL- linjen ligger mitt
διχοτομώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haaroittaa, puolittaa, bisect, jakaa kahtia
διχοτομώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gennemskære, bisect, halveres, gennemskærer
διχοτομώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpůlit, půlit, bisect, půlí, přetínat, protínají
διχοτομώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przepoławiać, przepołowić, dzielić, bisect, podział na pół, przecinać na dwie, przeciąć na dwie części
διχοτομώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kettévág, felezik, kettészelik
διχοτομώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ikiye ayırmak, bisect, ikiye bölmek, iki eşit parçaya böler, eşit parçaya böler
διχοτομώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ділити навпіл
διχοτομώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndaj me dysh, dysh, me dysh
διχοτομώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разполовявам, разделям се
διχοτομώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзяліць папалам
διχοτομώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poolitama, poolitavad, poolita, Jagada kaheks
διχοτομώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepoloviti, presijecaju, račvati se, račvati
διχοτομώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skipta í tvennt, í tvennt
διχοτομώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perpjauti, pusiau dalijanti linija ir, pusiau dalijanti linija, Atlikti Pusiaukampinė
διχοτομώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sadalīt divās daļās, dalījuma līnijai vienā pusē, divās daļās, pārgreizt uz pusēm
διχοτομώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
bisect
διχοτομώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împărți în două, bisect, tăia în două
διχοτομώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razpoloviti, razdvoji, Prepoloviti
διχοτομώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poliť, deliť, rozpoliť, lámať, rozpoľovať