Loomulik στα ελληνικά

Μετάφραση: loomulik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτεχνος, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Loomulik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • looming στα ελληνικά - δημιουργία, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων
  • loominguline στα ελληνικά - δημιουργικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικής
  • loomulikkus στα ελληνικά - φυσικότητα, φυσικότητας, πόσο φυσικό, φυσικό είναι, πόσο φυσικό είναι
  • loomuomane στα ελληνικά - εγγενή, εγγενείς, εγγενούς, ενδογενή, εγγενής
Τυχαίες λέξεις
Loomulik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτεχνος, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού