Λέξη: σκι
Σχετικές λέξεις: σκι
σκι σαφαρι, σκι τβ, σκι στην ελβετια, σκι καιρος, σκι αντοχης, σκι ονειροκριτης, σκι αγορα, σκι βιλλ, σκι βουλγαρια, σκι θεσσαλονικη, ski, εξοπλισμος σκι, εξοπλισμος, μπουφαν σκι, μπουφαν, τζετ σκι, σκι πεδιλα, ρουχα σκι, ειδη σκι, παιχνιδια σκι, θαλασσιο σκι, μποτες σκι, μαθηματα σκι, σκι καλαβρυτα
Συνώνυμα: σκι
χιονοπέδιλο
Μεταφράσεις: σκι
σκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ski, skiing, slopes, skis
σκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esquí, de esquí, Ski, esquí de, de esquí de
σκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ski, schi, Ski, Skigebiet, Schi, Ski-
σκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ski, skis, de ski, skiable, ski de
σκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sci, di sci, ski, sciistica, da sci
σκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esqui, esboçar, esboço, esquiar, de esqui, ski, do esqui, de ski
σκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ski, skiën, skigebied, wintersport
σκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лыжи, лыжа, лыжный, лыж, горнолыжный
σκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ski, av ski, skian, skiområde
σκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skida, ski, skidor, skid, Skidresor
σκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laskea, sukset, sivakoida, suksi, ski, hiihto, hiihtoalue, hiihtomajat
σκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ski, Skisports, af ski, skiområdet
σκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lyže, lyžařské, lyžařský, lyží, lyžařská
σκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narciarstwo, płoza, narty, narta, narciarski, narciarskich, narciarskiego
σκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sí, ski, sífelszerelés, sípálya
σκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ski, kayak, kayak Ekipmanı, kayak Merkezi, kayakçılık
σκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лижа
σκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ski, skive, të skive, e skive, teleferikëve
σκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ски, на ски, за ски
σκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лыжа, лыжы
σκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suusatama, suusk, ski, suusa, suusa-, suusakeskuse
σκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skijaški, skije, skija, ski, skijanja, skijaške
σκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skíði, skíða, Ski, skíðasvæðið
σκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slidinėti, slidinėjimo, Ski, slidžių, slidinejimo
σκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slēpe, slēpot, slēpošanas, slēpju, ski, Slēpotāju
σκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ски, скијачките, скијачки, скијачкиот
σκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
schia, schi, de schi, ski, schiuri, de ski
σκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smučati, ski, smuči, Smučarsko, smučarski, smučarska
σκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lyže, lyža