Ortodoksne στα ελληνικά
Μετάφραση: ortodoksne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- degustaator στα ελληνικά - γευόμενος, δοκιμαστή, δοκιμαστής, δοκιμαστικά, τον δοκιμαστή
- koostisosa στα ελληνικά - εξάρτημα, συστατικός, συστατικό, συνιστώσα, συστατικού, στοιχείου
- kosmiline στα ελληνικά - κοσμικός, κοσμική, κοσμικής, κοσμικές, κοσμικών
- maaviljelus στα ελληνικά - γεωργία, τη διαχείριση της γης, διαχείριση της γης, διαχείρισης της γης, διαχείριση γης, διαχείριση των γαιών
Τυχαίες λέξεις
Ortodoksne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης
Μεταφράσεις: ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης