Pühendunud στα ελληνικά
Μετάφραση: pühendunud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, ενδελεχής, επιμελής, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί
Μεταφράσεις
- hästi στα ελληνικά - καλά, και, επίσης, καθώς, επίσης και
- jäisus στα ελληνικά - ψυχρότητα, παγερότης, παγερότητα, παγερότητα η, ψυχρότης
- kronomeeter στα ελληνικά - chrono, χρονογράφου, χρονογράφος, του χρονογράφου, ο χρονογράφος
- loll στα ελληνικά - χαζός, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους, βλάκας
Τυχαίες λέξεις
Pühendunud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, ενδελεχής, επιμελής, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί
Μεταφράσεις: εργατικός, ενδελεχής, επιμελής, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί