Λέξη: ομόλογος

Σχετικές λέξεις: ομόλογος

ομόλογος ορός, ομόλογος συνώνυμο, ομόλογος ανασυνδυασμός

Μεταφράσεις: ομόλογος

ομόλογος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
counterpart, homologous, homology, homologous to

ομόλογος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
homólogo, homóloga, homólogas, homólogos, homologa

ομόλογος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansprechpartnerin, gegenstück, entsprechung, ansprechpartner, homolog, homologe, homologen, homologer, homologes

ομόλογος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pendant, ampliation, double, contrepartie, homologue, homologues, homologie, homologue de

ομόλογος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
omologo, omologa, omologhi, omologhe

ομόλογος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
homólogo, homóloga, homólogos, homólogas, hom�oga

ομόλογος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
homologe, homoloog, homoloog is, homoloog zijn, van homologe

ομόλογος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подобие, противоположность, часть, дубликат, дублёр, двойник, коллега, гомологический, гомологичны, гомологичен, гомологична, гомологичными

ομόλογος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
homolog, homologe, homologt, homologous, er homolog

ομόλογος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
motsvarighet, homolog, homologa, homologt, är homologa, är homolog

ομόλογος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastine, homologinen, homologisia, homologista, homologiset, homologisen

ομόλογος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
homolog, homologe, homologt, er homologe, er homologt

ομόλογος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
druhopis, homologní, homologické, homologická, homologický, homologní s

ομόλογος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kopia, egzemplarz, koniec, odpowiednik, duplikat, homologiczny, homologiczne, homologiczna, homologiczną, homologicznej

ομόλογος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenpéldány, alakmás, homológ, homológok, a homológ, -ban homológ

ομόλογος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
homolog, benzer, homologdur, homolog olan

ομόλογος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двійник, протилежність, подоба, гомологічний, Відповідний, гомологичною

ομόλογος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
homolog, homologe, korrespondues

ομόλογος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двойник, хомологичен, хомоложна, хомоложен, хомоложни, хомоложно

ομόλογος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Гамалагічны

ομόλογος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaste, ametivend, homoloogilised, homoloogsed, homoloogsete, homoloogilise, homoloogiliste

ομόλογος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dvojnik, duplikat, kopija, prijepis, odgovarajući, homologna, homologan, homologni, homologne

ομόλογος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hliðstæða, ósamgena, samsvarandi, samstætt, samstæðast, samstæð

ομόλογος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
homologine, homologiškos, homologiSkos, homologinis, homologinė

ομόλογος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attiecīgs, atbilstošs, homologs, homologu, homologo

ομόλογος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хомологни, хомологен, хомологна, хомологните, хомолошки

ομόλογος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
omolog, omoloagă, omoloage, omologă, omologe

ομόλογος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
homologna, homologne, homologno, homologen, homologni

ομόλογος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
homologické, homológnej, homológne, homológny, homológnemu
Τυχαίες λέξεις