Püttsepp στα ελληνικά

Μετάφραση: püttsepp, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαγενάς, βαρελάς, Püttsepp
Püttsepp στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eelmäng στα ελληνικά - προανάκρουσμα, προοίμιο, πρελούδιο, εισαγωγή, το προοίμιο
  • hüperboloid στα ελληνικά - υπερβολοειδούς, hyperboloid, υπερβολοειδές
  • laenutama στα ελληνικά - νοικιάζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
  • muutlik στα ελληνικά - υγρό, μεταβλητός, ευμετάβλητος, ευμετάβλητη, αλλάζουν, μεταβλητό
Τυχαίες λέξεις
Püttsepp στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαγενάς, βαρελάς, Püttsepp