Λέξη: υποβολέας

Σχετικές λέξεις: υποβολέας

υποβολέας ετυμολογια, υποβολέας τσίπρα, υποβολέας θεοδωράκη, υποβολέας λεξικό, ο υποβολέασ, σαμαράς υποβολέας

Συνώνυμα: υποβολέας

υποκινητής, εμπνευστής

Μεταφράσεις: υποβολέας

υποβολέας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prompter, instigator

υποβολέας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apuntador, instigador, instigadora, impulsor, incitador, de incitador

υποβολέας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
souffleur, Anstifter, Initiator, Anstifterin, instigator, Anstifterrolle

υποβολέας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souffleur, instigateur, instigatrice, incitateur, initiateur, l'instigateur

υποβολέας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
istigatore, mandante, istigatrice, promotore, di istigatore

υποβολέας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alerta, pronto, instigador, instigadora, de instigador, instigator, instigação

υποβολέας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
souffleur, aanstichter, aanstoker, initiatiefnemer, instigator, aanzetter

υποβολέας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суфлёр, подстрекатель, подсказчик, лицо, суфлер, зачинщик, зачинщиком, подстрекателем, инициатором

υποβολέας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
instigator, opphavsmann, pådriver, initiativtaker

υποβολέας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anstiftare, initiativtagare, uppmuntrat, anstiftaren, initiativtagare till

υποβολέας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuiskaaja, alkuunpanija, yllyttäjänä, yllyttäjän, alkuunpanijana, aloittaja

υποβολέας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
initiativtager, anstifter, tilskyndede, tilskyndet, initiativtager til

υποβολέας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nápověda, provokatér, podněcování, podněcovatel, podněcovatele, podněcovatelem

υποβολέας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prowokator, sufler, podżegacz, judziciel, wichrzyciel, inicjatorem

υποβολέας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
súgó, felbujtó, kezdeményező, kezdeményezője, felbujtója, felbujtójának

υποβολέας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kışkırtıcı, kışkırtıcısı, instigator, azmettirici, azmettiricisi

υποβολέας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запитаний, призвідник, винуватець, зачинщик, призвідця, заводій

υποβολέας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtytës, nxitës, nxitësi, nxitësi i

υποβολέας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подбудител, на подбудител, инициатор, подстрекател, подбудителят

υποβολέας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
завадатай, завадатар

υποβολέας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kihutaja, algataja, algataja roll, algatajaks, algataja rolli

υποβολέας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponukan, podstrekivač, podbadač, potpaljivač, poticatelj, pokretač

υποβολέας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvatamaður

υποβολέας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurstytojas, kurstytojos vaidmenį darydama, iniciatorės vaidmuo, kurstytojos vaidmens

υποβολέας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kūdītājs, iniciators, pamudinātāja, iniciatore, ierosinātājs

υποβολέας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поттикнувач, поттикнувачот, двигател, зачетникот, иницијатор

υποβολέας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instigator, de instigator, instigatorul, de instigatoare, instigatoare

υποβολέας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pobudnik, pobudnika, pobudnica, napeljevalec, napeljevalce

υποβολέας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
provokatér
Τυχαίες λέξεις