Λέξη: σκαλωσιά
Σχετικές λέξεις: σκαλωσιά
σκαλωσιά vygotsky, σκαλωσιά κόστος, σκαλωσιά ενοικίαση, σκαλωσιά μπαλκονιού, σκαλωσιά μάθησης, σκαλωσιά λουτράκι, σκαλωσιά αλουμινίου, σκαλωσιά τιμή, σκαλωσιά παραλία, σκαλωσιά κορινθίασ
Συνώνυμα: σκαλωσιά
πρόχειρη εξέδρα, ικρίωμα, σκηνοθέτηση, σανίδωμα, υλικά σκαλωσιάς, κρηπίδωμα
Μεταφράσεις: σκαλωσιά
σκαλωσιά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scaffolding, scaffold, staging, a scaffold, the scaffolding
σκαλωσιά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
andamiaje, tablado, andamio, andamios, los andamios, de andamios
σκαλωσιά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schafott, grundlage, baugerüst, gerüst, Gerüst, Gerüste, Gerüsten
σκαλωσιά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
échafaud, charpente, échafaudage, ossature, scène, carcasse, squelette, échafaudages, des échafaudages, un échafaudage, les échafaudages
σκαλωσιά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impalcatura, ponteggio, patibolo, ponteggi, impalcature, scaffolding
σκαλωσιά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andaime, andaimes, scaffolding, de andaimes, armação
σκαλωσιά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schavot, steiger, stellage, steigers, stellingen, scaffolding
σκαλωσιά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эшафот, плаха, виселица, помост, леса, строительные леса, лесов, леса строительные, строительных лесов
σκαλωσιά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stillas, skafott, stillaser, stillaset
σκαλωσιά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
schavott, byggnadsställningar, ställnings, ställningar, byggnadsställning
σκαλωσιά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lava, rakennustelineet, telineet, telineet ja lisäosat, telineet ja, rakennustelineiden
σκαλωσιά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stillads, stilladser, stilladset, et stillads
σκαλωσιά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popraviště, jeviště, skelet, konstrukce, pódium, lešení, kostra, lešení stavební, lešenářské, Stavební lešení, stavba lešení
σκαλωσιά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rusztowanie, szafot, estrada, szkielet, rusztowania, rusztowań, Scaffolding, rusztowania budowlane
σκαλωσιά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állványzat, épületállvány, vérpad, állvány, állványozás, állványok, állványzatok
σκαλωσιά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iskele, iskeleler, yapı iskelesi, iskelesi, iskeleleri
σκαλωσιά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
риштування, плаха, будівельні ліси, будівельні риштування, будівельне риштування
σκαλωσιά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skeleri, skela, skelë
σκαλωσιά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
леса, скеле, скелета, скелето, на скелето
σκαλωσιά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будаўнічыя
σκαλωσιά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tapalava, tellingud, ellingud, telling, tellingute, tellinguid, tellingutel
σκαλωσιά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podij, stratište, skele, tribina, skela, postavljanje skela, skelu
σκαλωσιά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinnupallar, vinnupalla, vinnupalli, vinnupallurinn, vinnupallar á
σκαλωσιά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pastoliai, pastolių, pastoliai iš, pastolius
σκαλωσιά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sastatnes, sastatņu, betona, betona maisītājs, stalažas
σκαλωσιά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скеле, скелиња, скелето, на скелето, скелет
σκαλωσιά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
schelărie, eșafodaj, schele, schela, schelă
σκαλωσιά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gradbeni oder, gradbeni odri, gradbene odre, zidarski odri
σκαλωσιά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lešení, lešenie, lešenia
Τυχαίες λέξεις