Puhkepäev στα ελληνικά
Μετάφραση: puhkepäev, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπές, ημέρα ανάπαυσης, μέρα ξεκούρασης, ημέρα ανάπαυσης την, αργία, ημέρα ανάπαυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- idakaarest στα ελληνικά - ανατολικά, ανατολική, ανατολικούς, ανατολικότερο, με ανατολική
- kaagutus στα ελληνικά - κακαρίζω, φλυαρία, γελώ, κακαρίσματα, κακάρισμα, κακάρισμά
- kokkusurumine στα ελληνικά - συμπίεση, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
- lipitsema στα ελληνικά - κόλακας, κολακεύω, κολακεύει, κολακεύουν, πιο επίπεδη, επίπεδη, πιο επίπεδο
Τυχαίες λέξεις
Puhkepäev στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπές, ημέρα ανάπαυσης, μέρα ξεκούρασης, ημέρα ανάπαυσης την, αργία, ημέρα ανάπαυση
Μεταφράσεις: διακοπές, ημέρα ανάπαυσης, μέρα ξεκούρασης, ημέρα ανάπαυσης την, αργία, ημέρα ανάπαυση